- κερτόμιος
- κερτόμιος και κερτόμεος, -ον (Α) [κερτόμος]αυτός που κεντά την καρδιά, πειραχτικός, υβριστικός («κερτομίοις ἐπέεσσι Δία Κρονίδην ἐρέθιζον», Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κερτόμιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερτόμιον — κερτόμιος masc/fem acc sg κερτόμιος neut nom/voc/acc sg κερτομέω taunt imperf ind act 3rd pl (doric) κερτομέω taunt imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερτομίοις — κερτόμιος masc/fem/neut dat pl κερτομέω taunt pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερτομίοισι — κερτόμιος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) κερτομέω taunt pres part act masc/neut dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερτομίοισιν — κερτόμιος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) κερτομέω taunt pres part act masc/neut dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερτομίους — κερτόμιος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερτόμια — κερτόμιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρτομον — κέρτομος mocking masc/fem acc sg κέρτομος mocking neut nom/voc/acc sg κερτόμιος masc/fem acc sg κερτόμιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρτομος — κέρτομος, ον (Α) 1. κερτόμιος*, υβριστικός («χοροὶ κέρτομοι», Ηρόδ.) 2. σκωπτικός, απατηλός («κέρτομός με θεοῡ τις ἐκπλήσσει χαρά», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρ στομος. Το α συνθετικό κερ πιθ., < σκερ τού σκερδόλλω*, ενώ το β < στομος <… … Dictionary of Greek
κερτόμεος — κερτόμεος, ον (Α) δ. γρφ. αντί κερτόμιος* … Dictionary of Greek